Οι χαμηλές ομιλίες στα τρένα
χρυσάφι για το μέλλον.
Les conversations à voix basse dans le train
réserves d’or pour l’avenir.
χρυσάφι για το μέλλον.
Les conversations à voix basse dans le train
réserves d’or pour l’avenir.
----------
Ώριμο μήλο φωτίζει την κουζίνα
και βρίσκω τον δρόμο σου.
Une pomme mûre éclaire la cuisine
et je trouve ton chemin.
Ώριμο μήλο φωτίζει την κουζίνα
και βρίσκω τον δρόμο σου.
Une pomme mûre éclaire la cuisine
et je trouve ton chemin.
----------
Τα άγουρα σώματα έχουν και αυτά τη γήρανση τους.
Τα περισσότερα είναι φυλλοβόλα.
Les corps immatures ont eux aussi leur vieillissement.
La plupart s’effeuillent.
----------
Τα κόκκινα μαλλιά σου φωτιά στην γειτονιά.
Τα πράσινα δεν ήρθανε ακόμη.
Tes cheveux rouges, un incendie dans le quartier.
Les verts ne sont pas encore arrivés.
----------
Μια γραμμούλα είναι ο ορίζοντας.
Μετά, τι γκρεμός, Θεέ μου!
L’horizon, un petit trait.
Mais après, quel gouffre, mon Dieu !
Τα άγουρα σώματα έχουν και αυτά τη γήρανση τους.
Τα περισσότερα είναι φυλλοβόλα.
Les corps immatures ont eux aussi leur vieillissement.
La plupart s’effeuillent.
----------
Τα κόκκινα μαλλιά σου φωτιά στην γειτονιά.
Τα πράσινα δεν ήρθανε ακόμη.
Tes cheveux rouges, un incendie dans le quartier.
Les verts ne sont pas encore arrivés.
----------
Μια γραμμούλα είναι ο ορίζοντας.
Μετά, τι γκρεμός, Θεέ μου!
L’horizon, un petit trait.
Mais après, quel gouffre, mon Dieu !
----------
Ο αέρας, ο αέρας τα πήρε όλα
και άφησε ένα κατακάθι μνήμης,
μια λάσπη στο μυαλό.
Le vent, le vent a tout emporté
et a laissé un résidu de mémoire,
une boue dans la tête.
Ο αέρας, ο αέρας τα πήρε όλα
και άφησε ένα κατακάθι μνήμης,
μια λάσπη στο μυαλό.
Le vent, le vent a tout emporté
et a laissé un résidu de mémoire,
une boue dans la tête.
----------
Οι αποθήκες των ονείρων μου
είναι πάντα γεμάτες χώμα.
Les magasins de mes rêves
sont toujours bien remplis de terre.
----------
Τι μου φταίει το ποίημα,
εάν το ποτάμι δεν περνάει
μέσα από το σπίτι μου.
Ce n’est pas la faute du poème
si le fleuve ne passe pas
à travers ma maison.
----------
Το φεγγάρι, σκαλωμένο στο γιακά σου,
σε φιλάει απεγνωσμένα.
Γύρω καπνός, αυτοκίνητα και λύπη.
La lune, pendue à ton col,
t’embrasse désespérément.
Alentour, fumée, voitures et tristesse.
----------
Έπεσες σε κενό ανθρώπου.
Προσδέσου.
Tu es tombé dans un vide d’homme.
Attache ta ceinture.
Οι αποθήκες των ονείρων μου
είναι πάντα γεμάτες χώμα.
Les magasins de mes rêves
sont toujours bien remplis de terre.
----------
Τι μου φταίει το ποίημα,
εάν το ποτάμι δεν περνάει
μέσα από το σπίτι μου.
Ce n’est pas la faute du poème
si le fleuve ne passe pas
à travers ma maison.
----------
Το φεγγάρι, σκαλωμένο στο γιακά σου,
σε φιλάει απεγνωσμένα.
Γύρω καπνός, αυτοκίνητα και λύπη.
La lune, pendue à ton col,
t’embrasse désespérément.
Alentour, fumée, voitures et tristesse.
----------
Έπεσες σε κενό ανθρώπου.
Προσδέσου.
Tu es tombé dans un vide d’homme.
Attache ta ceinture.
----------
Στη δεξαμενή των λυγμών σου
πρόσθεσε το όνομα μου.
Dans la citerne de tes sanglots,
ajoute mon nom.
Στη δεξαμενή των λυγμών σου
πρόσθεσε το όνομα μου.
Dans la citerne de tes sanglots,
ajoute mon nom.
----------
Καπάκια μπίρας πεταμένα μέσα
στο μυαλό της παλιάς γυναίκας,
που τώρα ασπρίζει σιγά σιγά και χάνεται.
Des capsules de bière jetées dans
la cervelle de la vieille femme,
qui maintenant blanchit petit à petit et perd la tête.
Καπάκια μπίρας πεταμένα μέσα
στο μυαλό της παλιάς γυναίκας,
που τώρα ασπρίζει σιγά σιγά και χάνεται.
Des capsules de bière jetées dans
la cervelle de la vieille femme,
qui maintenant blanchit petit à petit et perd la tête.
----------
Η γαλάζια πετσέτα σου, που όταν σκουπίζεσαι
γίνεται κατακόκκινη.
Ta serviette de bain bleue, qui quand tu t’essuies
devient toute rouge.
----------
Τα κινούμενα σχέδια του Χάρου.
Η γαλάζια πετσέτα σου, που όταν σκουπίζεσαι
γίνεται κατακόκκινη.
Ta serviette de bain bleue, qui quand tu t’essuies
devient toute rouge.
----------
Τα κινούμενα σχέδια του Χάρου.
Les dessins animés de la Camarde.
----------
Τι φθορά και αυτή η αιωνιότητα.
Τι σκουλήκι.
Quelle usure, aussi, cette éternité !
Quelle vermine.
----------
Τα θραύσματα της χθεσινής ημέρας
με πήραν στο πρόσωπο και μου αφήσανε σημάδια.
Les fragments de la journée d’hier
m’ont touché au visage et m’ont laissé des marques.
----------
Τα θραύσματα της χθεσινής ημέρας
με πήραν στο πρόσωπο και μου αφήσανε σημάδια.
Les fragments de la journée d’hier
m’ont touché au visage et m’ont laissé des marques.
----------
Το σαράκι μέσα στην ησυχία της νύχτας
δημιουργεί μουσική και το λαβύρινθο του.
Le ver dans le silence de la nuit
crée sa musique et son labyrinthe.
----------
Τα πουλιά βουτούσαν στο απόγευμα
όπως στο νερό.
Τους άρεσε να παίζουν με τη φωτιά.
Les oiseaux plongeaient dans l’après-midi,
comme dans l’eau.
Ça leur plaisait de jouer avec le feu.
Τα πουλιά βουτούσαν στο απόγευμα
όπως στο νερό.
Τους άρεσε να παίζουν με τη φωτιά.
Les oiseaux plongeaient dans l’après-midi,
comme dans l’eau.
Ça leur plaisait de jouer avec le feu.
----------
Ο πεθαμένος έβαφε τα παπούτσια του.
Έχει να κάνει δρόμο και δρόμο
σε βραχώδη και σκονισμένα σύννεφα,
μέχρι να ξαναέρθει στη γη
και να κρυφτεί στο σπιτάκι του κήπου.
Ο πεθαμένος έβαφε τα παπούτσια του.
Έχει να κάνει δρόμο και δρόμο
σε βραχώδη και σκονισμένα σύννεφα,
μέχρι να ξαναέρθει στη γη
και να κρυφτεί στο σπιτάκι του κήπου.
Le mort cirait ses chaussures.
Il lui restait encore beaucoup de chemin
sur des nuages rocailleux et pleins de poussière,
jusqu’à ce qu’il revienne sur terre
et qu’il se cache dans l’appentis du jardin.
----------
Η ντουλάπα θα χαθεί, θα γίνει σκόνη.
Τώρα όμως είναι αιώνια,
κρύβει τα ρούχα σου.
Le placard disparaîtra, il deviendra poussière.
Mais pour le moment il est éternel,
il recèle tes habits.
----------
Όταν παλεύεις με τον ύπνο
και τον μαύρο κισσό
που έρπει στο σώμα σου
τα ξημερώματα.
Quand tu te bats avec le sommeil
et avec le lierre noir
qui rampe sur ton corps
dans les petits matins.
----------
Το τοπίο ήταν δεδομένα θλιμμένο.
Φύσαγε νοτιάς, σκοτείνιαζε
και όλοι κοιτούσαν κάτω το χώμα.
Κάπου έβρεχε κι ένα παιδάκι έκλαιγε.
Ένα άλογο μάσαγε τον αέρα.
Όμως από το βάθος του τοπίου
ακούγοντας ιαχές και κλαγγές όπλων.
Η επανάσταση ερχότανε
κόκκινη θάλασσα μουγκρίζοντας.
Le paysage était effectivement triste.
Un vent soufflait du Sud, l’obscurité tombait
et tous regardaient à terre.
Quelque part il pleuvait et un enfant pleurait.
Un cheval remâchait le vent.
Pourtant au fond du paysage
retentissaient des vivats et des coups de feu.
La révolution arrivait
grondement de mer écarlate.
Το τοπίο ήταν δεδομένα θλιμμένο.
Φύσαγε νοτιάς, σκοτείνιαζε
και όλοι κοιτούσαν κάτω το χώμα.
Κάπου έβρεχε κι ένα παιδάκι έκλαιγε.
Ένα άλογο μάσαγε τον αέρα.
Όμως από το βάθος του τοπίου
ακούγοντας ιαχές και κλαγγές όπλων.
Η επανάσταση ερχότανε
κόκκινη θάλασσα μουγκρίζοντας.
Le paysage était effectivement triste.
Un vent soufflait du Sud, l’obscurité tombait
et tous regardaient à terre.
Quelque part il pleuvait et un enfant pleurait.
Un cheval remâchait le vent.
Pourtant au fond du paysage
retentissaient des vivats et des coups de feu.
La révolution arrivait
grondement de mer écarlate.
----------
Ένα φρούτο κύλησε στο δρόμο.
Ψάχνει για χώμα,
για να σαπίσει ήρεμα.
Un fruit a roulé dans la rue.
Il cherche de la terre,
pour pourrir en paix.
----------
Ασαφή τα όρια αυτής της νύχτας
που σε περιμένω.
Incertaines les limites de cette nuit
où je t’attends.
----------
Όπως χαλάει ένα ρολόι
και το κάνεις βίδες
για να βρεις το μυστικό του.
Την ψίχα του χρόνου.
Βλέπεις το τίποτα
να αναδύεται καπνός.
Tout comme une montre s’arrête
et tu la démontes
pour trouver son secret.
La mie du temps.
Tu vois le néant
s’élever en fumée.
Όπως χαλάει ένα ρολόι
και το κάνεις βίδες
για να βρεις το μυστικό του.
Την ψίχα του χρόνου.
Βλέπεις το τίποτα
να αναδύεται καπνός.
Tout comme une montre s’arrête
et tu la démontes
pour trouver son secret.
La mie du temps.
Tu vois le néant
s’élever en fumée.
----------
Από εκείνο τι σπίτι βγαίνει μουσική.
Ανεβαίνει σαν νερό να μας πνίξει.
Κάποιος εκεί μέσα παίζει με τις λέξεις
στα σκοτεινά. Ρίχνει πεσσούς.
De cette maison sort une musique.
Elle monte comme de l’eau pour nous noyer.
Quelqu’un là-dedans joue avec les mots
dans l’obscurité. Il jette des osselets.
Από εκείνο τι σπίτι βγαίνει μουσική.
Ανεβαίνει σαν νερό να μας πνίξει.
Κάποιος εκεί μέσα παίζει με τις λέξεις
στα σκοτεινά. Ρίχνει πεσσούς.
De cette maison sort une musique.
Elle monte comme de l’eau pour nous noyer.
Quelqu’un là-dedans joue avec les mots
dans l’obscurité. Il jette des osselets.
----------
Αφήνεις τα ίχνη σου πάνω μου
και γίνομαι κατάστικτος.
Έτσι με γνωρίζουν στον παράδεισο.
Tu laisses tes traces sur moi
et j’en suis tacheté.
C’est ainsi qu’ils me connaissent, au paradis.
----------
Αφήνεις τα ίχνη σου πάνω μου
και γίνομαι κατάστικτος.
Έτσι με γνωρίζουν στον παράδεισο.
Tu laisses tes traces sur moi
et j’en suis tacheté.
C’est ainsi qu’ils me connaissent, au paradis.
----------
Το μισοσκόταδο μέσα στο εκκλησάκι
άγουρο δαμάσκηνο στο αττικό φως.
La semi-obscurité dans la chapelle,
prune acide dans la lumière de l’Attique.
----------
Σκόνη πέφτει, όπως τρίζουν τα δοκάρια
του ουρανού.
Μας ασπρίζουν τα μαλλιά.
Δεν πρόκειται να γίνει καμιά καταστροφή,
απλώς περνάνε τα χρόνια.
De la poussière tombe, quand grincent les poutres
du ciel.
Ça nous blanchit les cheveux.
Non que ce soit une catastrophe,
simplement les années passent.
----------
Στην άκρη του καλοκαιριού,
ο μεταξοσκώληκας τρώει φως
και βγάζει μετάξι για την νύχτα.
Dans un coin de l’été,
le ver à soie mange la lumière
et fabrique de la soie pour la nuit.
----------
Το μισό του προσώπου έσκαβε το φως.
Το άλλο μισό ήτανε στο σκοτάδι.
Ηθοποιός και παίζει τον ίδιο ρόλο μια ζωή.
Κλασσικός έγινε. Ο ίδιος νιώθει σαν να αναβοσβήνει
το φως και κλείνει τις πόρτες.
Έτσι μια μέρα κοκάλωσε.
Τα ξέχασε όλα.
Τα μόνα που έλεγε, όπως χαμένο παιδί
στην ακρογιαλιά : «θα, θα, όταν θα»,
και προσπαθούσε να κλάψει.
La moitié de son visage creusait la lumière.
L’autre moitié était dans l’obscurité.
Acteur, il joue le même rôle toute sa vie.
Il est devenu classique. Lui-même se sent comme s’il allumait et éteignait la lumière et il ferme les portes.
C’est ainsi qu’un jour il s’est figé.
Il a tout oublié.
La seule chose qu’il disait, comme un enfant perdu
sur le rivage : « je vais, je vais, quand je vais »
et il essayait de pleurer.
Traduction : Marie-Laure Coulmin Koutsaftis